εξελέγξιμος

εξελέγξιμος
-η, -ο [εξελέγχω]
1. αυτός που μπορεί να εξελεγχθεί
2. αυτός στον οποίο πρέπει να ασκηθεί έλεγχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”